ὑπερδιατείνομαι

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

German (Pape)

[Seite 1194] med., sich über die Maaßen anspannen, anstrengen; Dem. 25, 1; Luc. Hermot. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερδιατείνομαι: διατείνομαι, ἀγωνίζομαι ὑπερμέτρως, Δημ. 770. 4, ὑπερδιατεινόμενος κύριον ποιῆσαι τὸν νόμον 501, 3, Λουκ. Ἑρμότ. 25, κλπ.

French (Bailly abrégé)

faire les plus grands efforts.
Étymologie: ὑπέρ, διατείνω.