[ᾰ], ον,
A thrice-jealous, Νέμεσις (with pun on θρίξ, λεπτός) AP12.229 (Strat.).
τρῐχάλεπτος: -ον, λίαν χαλεπός, λίαν ὀργίλος, τριχάλεπτος δαίμων Ἀνθ. Παλατ. 12. 229.
ος, ον :très irascible.Étymologie: τρίς, χαλέπτω.