φαρμακεύω

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A administer a drug or medicine, Pl.R.459c, Ti.89d.    2 use enchantments, practise sorcery, φαρμακεύσαντες ταῦτα ἐς τὸν ποταμόν having used this charm upon the river, Hdt.7.114.    II c. acc. pers., purge, τινα Hp.Acut.(Sp.)55; φ. ἄνω κούφῳ φαρμάκῳ purge upwards, i. e. by an emetic, Id.Art.67, cf. Aph.4.12:—Pass., to be purged, ib.2.37, Men. Her.Fr.5; to be physicked, Arist. Top.111a2.    2 drug a person, give him a poisonous or stupefying drug, E.Andr.355, SIG1181.4 (Rhenea, ii B. C.); φ. τινὰ ἐπὶ βλάβῃ μὴ θανασίμῳ Pl.Lg.933d:—Pass., οὐ πεφαρμάκευσαι ἀλλὰ μεμάγ<ε>υσαι Astramps.Orac.25.4(ii A. D.), cf. POxy.472.1 (ii A. D.).    3 season in cookery, [ἰχθὺν] πεφαρμακευμένον τυροῖσι Philem.79.5.    4 metaph., πειθοῖ κακῇ τὴν ψυχὴν φ. Gorg. Fr.11 D.

German (Pape)

[Seite 1256] Heilmittel, Zaubermittel geben, anwenden, auch Hexerei, Giftmischerei treiben, Plat. Rep. V, 459 c; – auch trans., ὃς ἂν φαρμακεύῃ τινὰ ἐπὶ βλάβῃ μὴ θανασίμῳ, wer Einem Gift giebt, Legg. XI, 933 d; vgl. Eur. Andr. 355; – φαρμακεύειν τι ἐς τὸν ποταμόν, Etwas als Zauber oder Besänftigungsmittel gegen den Strom, zur Beruhigung des Stromes gebrauchen, Her. 7, 114. – Pass. Arzneimittel gebrauchen, bes. zum Abführen, Hippocr. und Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκεύω: δίδω τινὶ φάρμακον ἢ ἰατρικόν, Πλάτ. Πολ. 459C, Τίμ. 89D. 2) ποιοῦμαι χρῆσιν ἐπῳδῶν καὶ μαγείας, φαρμακεύσαντες δὲ ταῦτα ἐς τὸν ποταμόν, τελέσαντες δὲ τὰς μαγικὰς ταύτας ἱεροπραξίας εἰς τὸν ποταμόν, Ἡρόδ. 7. 114. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. προσώπου, καθαίρω διὰ καθαρτικοῦ φαρμάκου, χρῶμαι φαρμάκῳ καθαίροντι, τινα Ἱππ. Ἀφορ. 1249· ἄνω φ. φαρμάκῳ τινὶ κούφῳ ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 630. ― Παθ., καθαίρομαι, ποιοῦμαι χρῆσιν καθαρτικῶν φαρμάκων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1245, Μένανδρ. ἐν «Ἥρωϊ» 4, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 8. 2) δίδω εἴς τινα δηλητήριον ἢ ναρκωτικὸν φάρμακον, δηλητηριάζω, «φαρμακώνω», Εὐρ. Ἀνδρ. 355· φ. τινὰ ἐπὶ βλάβῃ μὴ θανασίμῳ Πλάτ. Νόμ. 933D. 3) καρυκεύω, παρασκευάζω μαγειρικῶς, [ἰχθὺν] πεφαρμακευμένον τυροῖσι Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 5.

French (Bailly abrégé)

I. donner un médicament : τινα à qqn;
II. donner du poison, d’où
1 empoisonner, acc.;
2 faire une opération de magie : ἐς ποταμόν HDT pour apaiser un fleuve;
Moy. φαρμακεύομαι prendre un remède.
Étymologie: φάρμακον.