φιλήνιος

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον, (ἡνία)

   A accepting the rein, ἵπποι A.Pr.465.

German (Pape)

[Seite 1277] dem Zügel folgend, gehorsam, ἵπποι Aesch. Prom. 463.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήνιος: -ον, (ἡνία) ὁ ὑπείκων εἰς τὸν χαλινόν, εὐήνιος, πειθήνιος, ὑφ’ ἅρμα τ’ ἤγαγον φιληνίους ἵππους Αἰσχύλου Προμ. 465.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le frein, docile.
Étymologie: φίλος, ἡνίον.