ον,
A purblind, Plu.2.53f, Hierocl.p.29 A.
[Seite 1237] etwas blind, halbblind, Plut. discr. ad. et am. 13.
ὑπότυφλος: -ον, ὀλίγον τι τυφλός, σχεδὸν τυφλός, μύωψ, Πλούτ. 2. 53Ε.
ος, ον :à demi aveugle.Étymologie: ὑπό, τυφλός.