συμπαθῶς

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Greek (Liddell-Scott)

συμπαθῶς: μετὰ συμπαθείας, ἴδε συμπαθής.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec compassion, sympathie ou affection;
Cp. συμπαθέστερον.
Étymologie: συμπαθής.