συμπαθῶς
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
French (Bailly abrégé)
adv.
avec compassion, sympathie ou affection;
Cp. συμπαθέστερον.
Étymologie: συμπαθής.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαθῶς: μετὰ συμπαθείας, ἴδε συμπαθής.
Russian (Dvoretsky)
συμπᾰθῶς:
1 сочувственно, с симпатией (διακεῖσθαι πρός τινα Plut.);
2 с нежностью, с любовью (γηροβοσκεῖν τοὺς γονεῖς Plut.);
3 с состраданием (θρηνεῖν τινα Plut.).