συνεκκαλέομαι

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

Med.,

   A call out or excite together, τινὰς πρός τι Plb.18.19.11, cf. 11.1a.2; τὴν ὄρεξιν Plu.2.917c; τὴν ὁρμήν Thphr.Sud.16.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκᾰλέομαι: μέσ., καλῶ τινα παρορμῶν αὐτόν, συνεκκαλουμένων τοὺς Ἰταλικοὺς πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 18. 2, 11· συνεκκαλεῖται τὴν ὄρεξιν Πλούτ. 2. 917C.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
exciter ou provoquer en même temps, acc..
Étymologie: σύν, ἐκκαλέω.