τρίπαλτος

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον, (πάλλω)

   A thrice-brandished: metaph., threefold, manifold, A.Th. 990 (lyr., dub. l.).

German (Pape)

[Seite 1145] dreifach, dreimal geschwungen, d. i. mit großer Gewalt geschwungen, Aesch. πήματα, sehr heftig, Spt. 972.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπαλτος: -ον, (πάλλω) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, ποικίλος, τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. δίπαλτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lancé ou qui frappe avec une force triple ; violent.
Étymologie: τρεῖς, πάλλω.