δίπαλτος
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
δίπαλτον, brandished with both hands, ξίφη E.IT323; δ. πῦρ lightning hurled by Zeus with both hands, i.e. with all his might, Id.Tr.1103 (lyr.); πᾶς… στρατὸς δίπαλτος ἄν με χειρὶ φονεύοι all the host would kill me with sword brandished in both hands, i.e. with all their might, S.Aj.408 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 de objetos blandido con ambas manos, blandido con una y otra mano ξίφη E.IT 323, cf. Sud., Sch.S.Ai.408c Ch., δίπαλτον ἱερὸν ... κεραυνοφαὲς πῦρ fuego sagrado del rayo blandido con ambas manos por Zeus, E.Tr.1102
•fig. δίπαλτα πήματα dobles dolores A.Th.985 (cód.).
2 que blande en ambas manos στρατὸς δ. ... χειρί el ejército blandiendo (una lanza) en cada mano S.Ai.407, cf. Eust.674.14, Op.288.94.
German (Pape)
[Seite 639] zwiefach geschlungen; πᾶς στρατὸς δίπαλτος ἄν με χειρὶ φονεύοι Soph. Ai. 402, nach den Schol. entweder ἀμφοτέραις χερσί, παντὶ σθένει, oder λαβὼν τὰ δίπαλτα δοράτια, wie noch Sp. das Wort erkl., mit zwei Wurfspießen bewaffnet; richtiger wohl: das doppelt angetriebene Heer, mit Rücksicht auf die beiden Atriden, welche das Heer wie ein Geschoß auf den Ajas schleudern; ξίφη, mit beiden Händen oder von den Beiden (Orest und Pylades) geschwungene Schwerter, Eur. I. T. 323; πῦρ, der wie mit beiden Händen gewaltig geschwungene Blitz, Troad. 1104.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 brandi ou lancé à deux mains ; lancé par deux mains, càd par deux personnes : δίπαλτα ξίφη EUR les deux épées;
2 qui lance des traits de deux côtés.
Étymologie: δίς, πάλλω.
Russian (Dvoretsky)
δίπαλτος: потрясаемый обеими руками или с удвоенной силой (ξίφη Eur.): στρατὸς δ. Soph. стремительно наступающее войско или соединенные войска обоих Атридов; δίπαλτον πῦρ Eur. брошенный обеими руками огонь (о молнии).
Greek (Liddell-Scott)
δίπαλτος: -ον, παλλόμενος δι’ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, δ. ξίφη, δύο ξίφη, δύο ἀνδρῶν ὑψωμένα ξίφη, Εὐρ. Ι. Τ. 312· δ. πῦρ, κεραυνὸς ἐξακοντιζόμενος ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμφοτέραις ταῖς χερσί, δηλ. παντὶ σθένει, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1104. ΙΙ. ἐν Σοφ. Αἴ. 402, πᾶς… στρατὸς δίπαλτος ἄν με χειρὶ φονεύοι, ὅλος ὁ στρατὸς ἤθελε μὲ φονεύσει ἕκαστος μὲ δύο λόγχας (ὡς παρ’ Ὁμ. δύο δοῦρε ἔχων) δηλ. ἕκαστος μὲ ὅλην του τὴν δύναμιν· πρβλ. δορίπαλτος, τρίπαλτος.
Greek Monolingual
δίπαλτος, -ον (AM)
1. (για ξίφη, κεραυνούς κ.λπ.) αυτός που πάλλεται, εξακοντίζεται και με τα δύο χέρια
2. (για στρατό) καλά εξοπλισμένος και ορμητικός («πᾶς στρατὸς δίπαλτος ἄν μὲ χειρὶ φονεύοι» — όλο το στράτευμα θα ριχτεί με μανία επάνω μου, κάθε στρατιώτης θα με χτυπά κρατώντας το ξίφος και με τα δύο χέρια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + παλτός «παλλόμενος, εκτοξευόμενος» < πάλλω (πρβλ. δορίπαλτος, τρίπαλτος)].
Greek Monotonic
δίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλεται και με τα δύο χέρια, σε Ευρ.· δίπαλτος ἄν με φονεύοι, όλος ο στρατός ήθελε να με σκοτώσει ο καθένας με δύο λόγχες, δηλ. ο καθένας με όλη του τη δύναμη, σε Σοφ.
Middle Liddell
δί-παλτος, ον adj πάλλω
brandished with both hands, two-handed, Eur.: —δίπαλτος ἄν με φονεύοι would kill me each with two spears, Soph.
Léxico de magia
-ον que tiene doble filo de un cuchillo παραθήσεις δὲ αὐτῷ παντοῖα γένη καρπῶν νέων ... λύχνους ἀμιλτώτους ζʹ καὶ τρία μικρὰ δίπαλτα pondrás junto a él toda clase de frutos nuevos, siete lámparas no pintadas de rojo y tres pequeños (cuchillos) de doble filo P XII 22