ον,
A with high stern, Str.4.4.1.
ὑψίπρυμνος: -ον, ὁ ὑψηλὴν ἔχων πρύμναν, Στράβ. 195.
ος, ον :à la poupe élevée.Étymologie: ὕψι, πρύμνα.