A help to conceal, Id.Alc.28, Tim.10:—Med., Iamb.VP34.245.
συνεπικρύπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικρύπτω, ὁμοῦ ἀποκρύπτω, Πλούτ. Ἀλκιβ. 28, Τιμολ. 10, Νικίου καὶ Κράσσ. Σύγκρ. 1.
cacher ensemble ou en même temps.Étymologie: σύν, ἐπικρύπτω.