συνεξορθιάζω

Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A excite together, φόβῳ (s.v.l.) Plu.2.998e.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξορθιάζω: ἐξορθριάζω ὁμοῦ, συνδιεγείρω, «σκόπει δὲ καὶ τὴν ἐν τῇ τραγῳδία Μερόπην... ὅσον ἐν τῷ θεάτρῳ κίνημα ποιεῖ συνεξορθιάζουσα φόβῳ» Πλούτ. 2. 998Ε.

French (Bailly abrégé)

redresser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξορθιάζω.