κίνημα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A movement, οὔθ' ἡ γραμμὴ ἐκ στιγμῶν οὔθ' ἡ κίνησις ἐκ κινημάτων Arist.Ph.241a4, cf. 232a9, Mu.400a8, etc.; of the movements of pantomimic actors, Luc.Salt.62.
2 political movement, Plb.5.29.3, al., Plu.Fab.20 (pl.).
b uproar, excitement, LXX 1 Ma.13.44, Plu.Aem.18.
3 κινήματα τῆς σαρκός = impressions of sense, Epicur.Fr.411; κ. λεῖον Stoic.2.25; κίνημα μελῳδητικὸν περὶ τὴν ψυχήν Thphr. Fragmenta 89.1: abs., κινήματα = impressions, emotions, Epicur. Fr.131: sg., Epict.Fr.14, S.E.M.11.83, etc.
4 Medic., subluxation of a bone, partial dislocation, Hp.Fract.47 (pl.).
b τὰ τῶν καιρῶν κινήματα, of periods in disease, Gal.19.184.
5 Gramm., inflection, Hdn. Gr.2.265, al.
6 pl., moving things, Max.Tyr.41.2.
German (Pape)
[Seite 1440] τό, das Bewegte, die Bewegung, Erschütterung; Arist. de mund. 6; Plut. u. a. Sp.; κ. ἀστεῖον neben ἀγαστὸν πάθος S. Emp. adv. eth. 83; bes. auch von den Bewegungen der mimischen Tänzer, Luc. salt. 62; Aufregung, Aufruhr, Pol. 5, 29 Plut. Fab. 20; – bei den Gramm. die Deklination und Conjugation, E. M.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. mouvement, particul. mouvement de danse ou de pantomime;
II. fig. 1 vicissitudes de la fortune;
2 agitation, trouble, soulèvement.
Étymologie: κινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίνημα -τος, τό [κινέω] beweging. politieke verandering, onrust. geneesk. verstuiking.
Russian (Dvoretsky)
κίνημα: ατος (ῑ) τό
1 движение Arst., Luc.;
2 народное движение, возмущение, восстание Polyb., Plat.;
3 душевное движение, волнение, потрясение (τῆς ψυχῆς Plut.);
4 перемена, смена, превратность (τὰ κινήματα τῆς τύχης Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
κίνημα: ῑ, τό, κίνησις, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 30, κτλ.· ἐπὶ τῶν κινήσεων τῶν μιμικῶν ὑποκριτῶν, Λουκ. π. Ὀρχ. 62. 2) πολιτικὸν κίνημα, Πολύβ. 5. 29, 3, Πλουτ. Φάβ. 3. 3) κινήματα τῆς ψυχῆς, ἢ ἀπολύτως, κινήματα, συγκινήσεις, παθήσεις, Πλούτ. 2. 1122E, Ἐπικτ. Ἀποσπ. 52. κτλ. 4) τὰ τῆς τύχης κ., μεταβολαὶ τῆς τύχης, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 5) Ἰατρ., χαλάρωσις ὀστοῦ, μερικὴ ἐξάρθρωσις, Ἱππ. Ἀγμ. 779. 6) παρὰ Γραμμ., κλίσις, σχηματισμὸς, Ἐτυμολ. Μέγ. 199. 55, κτλ.
Greek Monolingual
τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) κινώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κινώ, η κίνηση
2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα της φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ.
β. «τὰ μὲν γὰρ τοῦ νοὸς κινήματα»., Σαθ.
γ. «κινήματα τῆς σαρκός», Επίκ.)
3. ενέργεια μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων με πολιτικά κίνητρα για αλλαγή μιας κατάστασης, στάση (α. «το κίνημα του 1909» β. «τὰς δὲ ἀποστάσεις τῶν πόλεων καί τά κινήματα τῶν συμμάχων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το σύνολο αγώνων ή κοινωνικοπολιτικών δραστηριοτήτων μιας κοινωνικής ομάδας, καθώς και η ίδια η ομάδα (α. «εργατικό κίνημα» β. «φεμινιστικό κίνημα» γ. «φοιτητικό κίνημα»)
2. ιδεολογικό ή πολιτιστικό ρεύμα (α. «το κίνημα του διαφωτισμού» β. «το κίνημα του ρομαντισμού»)
3. διάβημα, αποφασιστική ενέργεια
μσν.
1. λίκνισμα σώματος ή κάποιου μέρους του, κούνημα
2. ξεκίνημα, έναρξη
αρχ.
1. έξαψη, ταραχή («ὥσπερ κυβερνήτης τῷ παρόντι σάλῳ καὶ κινήματι τῶν στρατοπέδων», Πλούτ.)
2. ιατρ. μερική εξάρθρωση οστού
3. γραμμ. κλίση
4. στον πληθ. τὰ κινήματα
τα κινούμενα πράγματα
5. φρ. α) «κινήματα τῆς ψυχῆς» ή απλώς «κινήματα» — συγκινήσεις
β) «τὰ τῆς τύχης κινήματα» — οι μεταβολές της τύχης (Ισοκρ.).
Greek Monotonic
κίνημα: [ῑ], -ατος, τό (κινέω), κίνηση, δράση, σε Πλούτ.