ταμεῖον

Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A v. ταμιεῖον. τᾰμέσθαι, v. τέμνω.

German (Pape)

[Seite 1065] τό, = ταμιεῖον; Strab. 6, 2, 7 bei Kramer; Luc. rhet. praec. 17.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμεῖον: τό, = ταμιεῖον, Βαβρ. 108. 2, Πλούτ. 2. 9Ε, καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. συγγραφ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 493, ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 202.

French (Bailly abrégé)

forme réc. p. ταμιεῖον.