τετράρρυμος

Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον,

   A with four poles, i.e. eight-horsed, ἅρμα X.Cyr.6.1.51, 6.4.2, Philostr.V A2.42.    II τετράρυμον ἄμφοδον = complitus (sic), Gloss. (from ῥύμη street).

Greek (Liddell-Scott)

τετράρρῡμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥυμούς, δηλ. ὀκτὼ ἵππους, συνεζεύξατο δὲ τὸ ἑαυτοῦ ἅρμα τετράρρυμόν τε καὶ ἐξ ἵππων ὀκτὼ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51., 4, 2˙ ὡσαύτως τετράρῡμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre timons ; à huit chevaux.
Étymologie: τέσσαρες, ῥυμός.