συσπαράσσω
English (LSJ)
Att. συσπαράττω,
A tear in pieces, Ev.Luc.9.42, Max.Tyr. 13.5.
German (Pape)
[Seite 1042] att. -ττω, mit, zugleich zerzausen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συσπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, διασπαράττω, ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 42, Μάξ. Τύρ. 13, 5.
French (Bailly abrégé)
mettre en pièces en même temps ; tourmenter en même temps.
Étymologie: σύν, σπαράσσω.