συσπαράσσω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Att. συσπαράττω, tear in pieces, Ev.Luc.9.42, Max.Tyr. 13.5.
German (Pape)
[Seite 1042] att. -ττω, mit, zugleich zerzausen, Sp.
French (Bailly abrégé)
mettre en pièces en même temps ; tourmenter en même temps;
NT: agiter avec violence.
Étymologie: σύν, σπαράσσω.
Russian (Dvoretsky)
συσπαράσσω: растерзывать (ῥῆξαι καὶ συσπαράξαι τινά NT).
Greek (Liddell-Scott)
συσπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, διασπαράττω, ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 42, Μάξ. Τύρ. 13, 5.
English (Strong)
from σύν and σπαράσσω; to rend completely, i.e. (by analogy) to convulse violently: throw down.
English (Thayer)
1st aorist συνεσπάραξα; to convulse completely (see ῤήγνυμι, c.): τινα, L T Tr marginal reading WH; Max. Tyr. diss. 13,5.)
Greek Monolingual
και αττ. τ. συσπαράττω Α
σχίζω σε κομμάτια («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ).
Greek Monotonic
συσπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κατακομματιάζω, κατακόβω, καταξεσχίζω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω
to tear in pieces, NTest.
Chinese
原文音譯:suspar£ssw 需-士爬拉所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-抽痙
字義溯源:徹底的扯破,重重抽瘋,抽瘋,全身發作;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(σπαράσσω)=撕裂)組成,而 (σπαράσσω)出自(σπάω)*=抽,拉)。參讀 (διαρήγνυμι / διαρήσσω / διαρρήγνυμι)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 抽瘋(1) 路9:42