τρισευδαίμων

Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A thrice-happy, B.3.10, Luc.Sacr.2, Merc.Cond.3, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τρισευδαίμων: -ον, τρὶς εὐδαίμων, πάνυ εὐδαίμων, ὡς τὸ τρισόλβιος, τρίσμακαρ, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 2, περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
(trois fois, càd) tout à fait heureux.
Étymologie: τρίς, εὐδαίμων.