τρισευδαίμων
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
τρισευδαίμον, gen. ονος, thrice-happy, B.3.10, Luc.Sacr.2, Merc.Cond.3, etc.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
(trois fois, càd) tout à fait heureux.
Étymologie: τρίς, εὐδαίμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισ-ευδαίμων -ον, gen. -ονος [τρίς, εὐδαίμων] driewerf gelukkig.
German (Pape)
ον, dreimal, sehr glücklich, Luc. merc.cond. 3 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
τρῐσευδαίμων: 2, gen. ονος трижды, т. е. в высшей степени счастливый Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τρισευδαίμων: -ον, τρὶς εὐδαίμων, πάνυ εὐδαίμων, ὡς τὸ τρισόλβιος, τρίσμακαρ, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 2, περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3, κλπ.
Greek Monolingual
-ονος, -ον, Α
ευδαιμονέστατος, ευτυχέστατος, τρισμακάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐδαίμων «ευτυχής»].
Greek Monotonic
τρισευδαίμων: -ον, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Λουκ.