A v. τιμήεις. τῑμήορος, ον, v. τιμωρός. τῑμηρύειν· τιμιοπωλεῖν, Hsch. τιμῆς, gen. of τιμή. II contr. for τιμήεις.
τῑμῆντα: συνῃρ. ἀντὶ τιμήεντα.
acc. m. contr. de τιμήεις.