φλεβοτόμος

Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A opening veins: φλεβοτόμον (sc. σμιλίον), τό, lancet, Luc.Ind.29, Cael.Aur.CP2.19, Steph. in Int.17.19, etc.

German (Pape)

[Seite 1290] die Ader zerschneidend, öffnend, zur Ader lassend; τὸ φλεβοτόμον, sc. σμιλίον, ein Messerchen, die Adern zu öffnen, eine Lanzette, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοτόμος: -ον, ὁ τέμνων ἢ ἀνοίγων φλέβας, φλεβοτόμον (ἐξυπακ. σμίλιον), τό, μαχαιρίδιον πρὸς φλεβοτομίαν, «νυστέρι», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 29, Cael, Aurel., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe les veines ; τὸ φλεβοτόμον lancette.
Étymologie: φλέψ, τέμνω.