φίλαθλος
English (LSJ)
ον,
A fond of games (i e. as a competitor), Ph.1.268, Ptol.Tetr.166; θεός Plu. 2.724b: metaph., fond of exertion, διάνοια, νοῦς, Ph.1.543,523; also γυμνάσια φ. IG3.1344.
German (Pape)
[Seite 1274] den Kampf liebend, Plut. u. a. Sp.; VLL. erkl. φιλόπονος. S. auch φιλάεθλος.
Greek (Liddell-Scott)
φίλαθλος: -ον, ὁ φιλῶν τοὺς ἄθλους, Πλούτ. 2. 724Β, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 113, Σουΐδ.