φωτισμός
English (LSJ)
ὁ,
A illumination, light, Diocl(?).ap.Gal.19.530, Plu.2.929e, 931b, S.E.M.10.224: pl., Dam.Pr.23; σελήνης Vett.Val.28.7, Jul.Or.5.167d; [ἡμισφαιρίων] ib.4.147b. 2 metaph., light, Κύριος φ. μου LXXPs.26(27).1, cf. 2 Ep.Cor.4.4,6.
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, das Erleuchten, S. Emp. adv. phys. 2, 224. – Auch das Erleuchtende, das Licht, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φωτισμός: ὁ, τὸ φωτίζειν, παρέχειν φῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 224, Πλούτ. 2. 929D, 931A. 2) μεταφορ., φῶς, Κύριος φωτισμός μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚϚ΄, 1), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. δ΄, 4 καὶ 6. 3) ἐπὶ ἐκκλησιαστ. σημασίας, = φώτισμα.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action d’éclairer ; lumière qui vient d’un astre.
Étymologie: φωτίζω.