φώτισμα
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
English (LSJ)
φωτίσματος, τό, phase, of the moon, Eustr. in EN31.33.
German (Pape)
[Seite 1323] τό, die Erleuchtung. – Bei den K. S. die Taufe.
Greek (Liddell-Scott)
φώτισμα: τό, τὸ φωτίζειν, ὁ φωτισμός· ― ἀλλὰ μόνον ἐπὶ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας, βάπτισμα ἢ (κυρίως) ὁ πνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἐσωτερικὴ χάρις τοῦ βαπτίσματος κατὰ τὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ αἱρετικοὶ βάπτισμα ἔχουσιν, οὐ φώτισμα· ἴδε Suicer., καὶ τὸ ῥῆμα φωτίζω ΙΙ. 4.
Greek Monolingual
φωτίσματος, το, ΝΜΑ φωτίζω
εκκλ.
1. μετάδοση της θείας χάρης
2. το μυστήριο του βαπτίσματος
νεοελλ.
παροχή φωτός, φωτισμός
αρχ.
σεληνιακή φάση.