κατευνάζω
English (LSJ)
aor. -ηύνᾰσα (v. infr.),
A put to bed, lull to sleep, Ἅλιον, ὃν αἰόλα νὺξ . . τίκτει κατευνάζει τε S.Tr.95 (lyr.); of death, με δαίμων κατευνάζει Id.Ant.833 (lyr.); ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν assigned him quarters outside the army, E.Rh.614: metaph., quiet, calm, πόντον A.R.1.1155 (tm.); θηρὸς ἐρωήν Opp.C.3.374 (tm.); μόχθων οὐδ' Ἀίδης με κατεύνασεν gave me no rest from... AP7.278 (Arch. Byz.); [κίνημα] Hierocl. in CA 24p.474M.:—Pass., lie down to sleep, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Il.3.448; to be quieted, ἔρως δοκῶν κατευνάσθαι λογισμοῖς Plu.Ant.36.