ον,
A with high ground, high-placed, Pi.I.1.31.
ὑψίπεδος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν ἔδαφος, ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42.
ος, ον :au sol élevé, situé sur une hauteur.Étymologie: ὕψι, πέδον.