ον,
A savage-hearted, S.Aj.885 (lyr.), Ph.2.15, al.
ὠμόθῡμος: -ον, ὁ ἔχων ἀγρίαν ψυχήν, Σοφ. Αἴ. 885, Φίλων 2. 15, κλπ.
ος, ον :au cœur dur ou cruel.Étymologie: ὠμός, θυμός.