ὠμός

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμός Medium diacritics: ὠμός Low diacritics: ωμός Capitals: ΩΜΟΣ
Transliteration A: ōmós Transliteration B: ōmos Transliteration C: omos Beta Code: w)mo/s

English (LSJ)

ὠμή, ὠμόν: (v. sub fin.):—
A raw, crude (cf. Arist.Mete.380b5):
I prop. of flesh, raw, uncooked, Il.22.347, al.; opp. ὀπταλέος, Od.12.396; ὠμὸν καταφαγεῖν τινα or ὠμοῦ ἐσθίειν τινός to eat one raw, prov. of savage cruelty, X.An.4.8.14, HG3.3.6; so ὠμὸν βεβρώθοις Πρίαμον Il.4.35, cf. Od.18.87, etc.
2 of eggs, Thphr. Vert.2; of vegetables, μύκητας ὠμοὺς . . φαγεῖν Antiph.188; κριθαί Luc.Asin.17; cf. ὠμήλυσις.
3 of water, crude, opp. ἄπεφθος, Alex.198; also of milk, Arist.Mete.380b8.
4 of fruit, uncooked by the sun, unripe, opp. πέπων, Ar.Eq.260 (troch.), cf. X.Oec.19.19 (Comp.), Arist.Mete.380b7.
5 of pitch, opp. ἑφθή, Gp.6.5.5, cf. Plb.5.89.6; of pottery, unbaked, χύτραι Dsc.1.68, Gp.10.21.1; κέραμος ὠμός Arist.Mete.380b8, cf. GA743a9: even of soil which needs to be exposed to the sun, ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτῷτο X.Oec.16.15.
6 of food, undigested, Anon.Lond.25.7, al., Plu.2.131c, 133d; of a person, suffering from indigestion, Philostr.Gym.54; also οὖρα, ὑποχωρήσεις, κατάρροι, Arist.Mete.380b5.
II metaph., savage, fierce, cruel, [δεσπόται] ὠμοί τε δούλοις A.Ag.1045; ὠ. φρόνημα Id.Th.536; ὠμῇ ξὺν ὀργῇ Id.Supp.187; δαίμων S.OT828; τὰ . . Ἀγαμέμνονος κλύεις ὠμὰ καὶ πάντολμ' E.IA913 (troch.); ὠμὸς ἔς τινα Id.Hipp.1264; and so in Prose, ὠμὸν τὸ βούλευμα . . ἐγνῶσθαι Th. 3.36; οὕτως ὠμὴ στάσις προὐχώρησε ib.82; θηρευταὶ ὠμοὶ καὶ ἄνομοι Pl.Lg.823e; ὠμὴ ψυχή ib.718d; χαλεπὸς καὶ ὠ. X.An.2.6.12; τὸν οὕτως ὠμόν, τὸν οὕτως ἀγνώμονα D.21.97; ὠμοὶ χρόνοι = hard times, IG3.1372 (metr.). Adv., ὠμῶς καὶ ἀπαραιτήτως Th.3.[84], cf. X. Vect.5.6; ὠμῶς καὶ σχετλίως ἔχειν Isoc.19.31; ὠμῶς καὶ πικρῶς D.29.2; ὠ. ἀποκτείνειν Lys.13.63 codd. ὁμοίως Lipsius): Sup., ὠμότατα διακεῖσθαι πρός τινα Isoc.9.49.
2 harsh, rough, cruel, νόμοι S.Aj.548; δηλοῖ τὸ γέννημ' ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρός Id.Ant.471; πῶς ἂν ὠμότερος συκοφάντης γενοιτ'; a more coarse, more unmitigated sycophant, D.18.212. Adv. ὠμῶς = rudely, coarsely, παρελθεῖν ὠ. καὶ ἀναιδῶς ib. 285.
3 (from 1.4) ὠμὸν γῆρας an unripe, premature old age, Od. 15.357, Hes.Op.705 (but ὠμότατον καὶ ἀγριώτατον γῆρας in signf. 11.1, Plu.Mar.2), cf. ὠμογέρων: ὠμὸς τόκος an untimely birth, Philostr. VS2.1.8. (Cf. Skt. āmás 'raw, uncooked'.)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. cru :
1 non cuit : ὠμὰ κρέα IL viandes crues ; κριθαὶ ὠμαί LUC orge non grillée ; ὠμὸν βιβρώσκειν τινά IL, καταφαγεῖν τινα XÉN manger ou dévorer qqn vivant ; adv. • ὠμά τι δάσασθαι IL manger qqn cru ; indigeste;
2 non mûr en parl. d'un fruit ; non parvenu à son développement, qui n'est pas à point, prématuré, précoce : ὠμὸν γῆρας OD vieillesse prématurée (mais vieillesse morose PLUT);
3 non amolli (par le soleil) ; non en état d'être travaillé en parl. de la terre;
4 non desséché (blé, etc.);
II. au mor. dur, cruel, inhumain : τινι, εἴς τινα, envers qqn;
Cp. ὠμότερος, Sp. ὠμότατος.
Étymologie: cf. lat. amarus.

German (Pape)

roh, ungekocht, bes. vom Fleische; Il. 22.347, 23.21, Od. 18.87, 22.476; Gegensatz ὀπταλέος 12.396; wie Il. 4.35 gesagt ist ὠμὸν βεβρώθοις Πρίαμον, so steht ὠμὸν καταφαγεῖν τινα od. ὠμοῦ ἐσθίειν τινός, Einen lebendig, mit Haut und Haaren auffressen, von der rohesten und wildesten Grausamkeit od. der Äußerung des grimmigsten Hasses, Xen. An. 4.8.14, Hell. 3.3.6. – Von Feld- und Baumfrüchten, unreif, Gegensatz von πέπων, Ar. Eq. 260; – aber auch ὠμὸν γῆρας, ein unzeitiges, zu früh gereiftes Alter, Od. 15.357; Hes. O. 707; τόκος, unzeitige, zu frühzeitige Geburt, Philostr. – übertragen = roh, grausam, ungebildet, ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ παρὰ στάθμην Aesch. Ag. 1045; εἴς τινα Eur. Hipp. 1264, vgl. I.A. 913, Hec. 359; Soph. O.R. 828; βούλευμα, στάσις, Thuc. 3.36, 81; neben βίαιον, Gegensatz von φιλανθρωπέω, Dem. 24.24; ὠμοὶ καὶ ἄνομοι Plat. Legg. VII.923e, und öfter; –
• adv., ὠμῶς καὶ ἀπαραιτήτως Thuc. 3.84, καὶ πικρῶς Dem. 29.2, καὶ ἀναιδῶς 18.285.

Russian (Dvoretsky)

ὠμός:
1 сырой, невареный (κρέας Hom.; γάλα Arst.; κριθαί Luc.): τὸ ὕδωρ ὠμὸν οὐ λέγεται, ὅτι οὐ παχύνεται Arst. вода (по-гречески) не называется сырой, так как (от варки она) не сгущается; ὠμούς τινας καταφαγεῖν Xen. съесть кого-л. живьем, перен. жестоко расправиться с кем-л.;
2 спелый, зрелый (sc. συκῆ Arph.; βότρυς Xen.; ἡ ἐν τῷ περικαρπίῳ τροφή Arst.);
3 не просушенный на солнце, необожженный (γῆ Xen.; κέραμος Arst.);
4 непереваренный (τροφή Plut.);
5 дикий, грубый, суровый, жестокий (δεσπότης, φρόνημα, ὀργή Aesch.; δαίμων Soph.; βούλευμα, στάσις Thuc.; ψυχή Plat.): ὠ. εἶναι ἔς τινα Eur. жестоко обращаться с кем-л.;
6 непреклонный, неумолимый (συκοφάντης Dem.): τὸ γέννημ᾽ ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρὸς τῆς παιδός Soph. непреклонный нрав дочери (унаследованный) от непреклонного отца;
7 преждевременный (γῆρας Hom., Hes., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμός: ή, όν· (Ἴδε ἐν τέλει)· - ὡς καὶ νῦν, ὠμός, ἄψητος, ἀμαγείρευτος, Λατ. crudus (ἴδε Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 4. κἑξ.)· 1) κυρίως ἐπὶ κρέατος, ἄβραστος, ἀμαγείρευτος, Ἰλ. Χ. 347, Ὀδ. Σ. 87, κ. ἀλλ.· ἀντίθετον τῷ ὀπταλέος, Ὀδ. Μ. 396· τῷ ἑφθός, Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 2· ὠμὸν καταφαγεῖν τινα ἢ ὠμοῦ ἐσθίειν τινός, παροιμ. ἐπὶ ἀγρίας σκληρότητος, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 14, Ἑλλ. 3. 3, 6· οὕτως, ὠμὸν βεβρώθοις Πρίαμον, «ὠμὸν φάγοις» (Σχολ.), Ἰλ. Δ. 35, πρβλ. Ὀδ. Σ. 87, κλπ. 2) ἐπὶ καρπῶν τῆς γῆς, μύκητας ὠμούς… φαγεῖν Ἀντιφάν. ἐν «Παροιμίαις» 1· κριθαὶ Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 17· πρβλ. ὠμήλυσις. 3) ἐπὶ ὕδατος ἀντίθετον τῷ ἄπεφθος, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 1. 4) ἐπὶ καρποῦ, μὴ πεπανθέτος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, δηλ. ἄωρος, ἀντίθετον πέπων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 260, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 19, Ἀριστ. Μετεωρολ. 4. 3. 4. 5) ἐπὶ μεταλλικῆς γῆς, ἀχώνευτος, ἀκαμίνευτος, Βυζ.· καὶ ἐπὶ ἀγγείων, μὴ ὀπτηθέντων ἐν καμίνῳ, Γεωπον. 10. 21, 1· ἔτι καὶ ἐπὶ τοῦ χώματος ὅπερ ἔχει ἀνάγκην νὰ ἐκτεθῇ εἰς τὸ ἥλιον, ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτῷτο Ξεν. Οἰκ. 16, 15· οὕτω κέραμος ὠμὸς Ἀριστ. Μετεωρολ. 4. 3, 7, πρβλ. περὶ Ζῴων Γεν. 2. 6, 19. 6) ἐπὶ τροφῆς, ἄπεπτος, ἀχώνευτος, Πλούτ. 2. 131C, 133D. ΙΙ. μεταφορ., ἄγριος, ἄξεστος, τραχύς, σκληρός, θηριώδης, [δεσπόται] ὠμοί τε δούλοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1045· ὠ. φρόνημα ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 536· ὠμῇ ξὺν ὀργῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 187· δαίμονες Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 828· τὰ… Ἀγαμέμνονος κλύεις ὠμὰ καὶ πάντολμ᾿ Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 913· ὠμὸς ἔς τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1264· οὕτω καὶ παρὰ πεζογράφοις, ὠμὸν τὸ βούλευμα… ἐγνῶσθαι Θουκ. 3. 36· οὕτως ὠμὴ στάσις προὐχώρησεν αὐτόθι 81· ὠμοὶ καὶ ἄνομοι Πλάτ. Νόμ. 823Ε· ὠμὴ ψυχὴ αὐτόθι 718D· χαλεπὸς καὶ ὠ. Ξεν. Ἀν. 2. 6, 12· τὸν οὕτως ὠμόν, τὸν οὕτως ἀγνώμονα Δημ. 546. 2· οὕτω, β) οὐδ. πληθ. ὠμά, ὡς ἐπίρρ., ὠμῶς, ἀγρίως, σκληρῶς. Ἰλ. Ψ. 21· ἀλλὰ παρὰ πεζοῖς ἔχομεν τὸ ὁμαλὸν ἐπίρρ., ὠμῶς καὶ ἀπαραιτήτως Θουκ. 3. 84, πρβλ. Ξεν. Πόροι 6, 6· ὠμῶς καὶ σχετλίως Ἰσοκρ. 390D· ὠ. καὶ πικρῶς Δημ. 845. 9· ὠμῶς ἀποκτείνειν Λυσίας 155. 33· ὑπερθ., ὠμότατα διακεῖσθαι πρός τινα Ἰσοκρ. 198Ε. 2) τραχὺς, ἄξεστος, ἄγροικος (ἴδε ὠμοκρατής), Σοφ. Αἴ. 548· δηλοῖ τὸ γέννημ᾿ ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 471· ὠμότερος συκοφάντης, ἀγροικότερος, τραχύτερος, βαναυσότερος, Δημ. 398. 29. - Ἐπίρρ., ἀγροίκως, τραχέως, βαναύσως, παρελθεῖν ὠμῶς καὶ ἀναιδῶς ὁ αὐτ. 321. 2. 3) (ἐκ τῆς σημ. Ι. 4) ὠμὸν γῆρας, ἄωρον, πρόωρον, πρὸ τοῦ καιροῦ γῆρας, Ὀδ. Ο. 357, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 703, πρβλ. ὠμογέρων· - ὠμὸς τόκος, πρόωρος τοκετός, Φιλόστρ. 555. (Πρβλ. Σανσκρ. âm-as, am-as (crudus)· Λατ. am-arus. Πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. am-pher (sorrell).

English (Autenrieth)

raw, uncooked. opp. ὀπταλέος, Od. 12.396; prov., ὠμὸν βεβρώθειν τινά, ‘eat alive,’ of intense hate, Il. 4.35; ὠμά, adverbial, devourraw,’ Il. 23.21; fig., ‘prematureold age, Od. 15.357.

Spanish

crudo, que está sin cocinar, que está sin cocer

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / ὠμός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για τρόφιμα) αμαγείρευτος, άβραστος, άψητος (α. «τρώει ωμά χόρτα» β. «ᾠὰ ὠμὰ καὶ ἑφθὰ», Θεόφρ.)
2. (για καρπό) άγουρος
3. μτφ. (για πρόσ. ή πράξη) σκληρός, απάνθρωπος, άγριος (α. «ωμή συμπεριφορά» β. «ἀπ' ὠμοῦ δαίμονος», Σοφ.)
4. (για πηλό, πλίνθους ή αγγεία) ο μη ψημένος σε κάμινο, ακαμίνευτος (α. «ωμή πλίνθος» — η ωμόπλινθος
β. «κέραμος ὠμός», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. νωθρός, οκνός
2. το αρσ. ως ουσ. ο ωμός
ο διάβολος
3. φρ. «μήτε ωμός μήτε ψητός τρώγεται» — βλ. τρώγω
μσν.-αρχ.
1. (για νερό) άβραστος («ὑδάτων ὠμῶν ἢ ἁλμυρῶν ὑπαρχόντων», Γεωπ.)
2. (για πίσσα) ακατέργαστος
αρχ.
1. (για χώμα) αυτός που έχει ανάγκη να εκτεθεί στον ήλιο («ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτᾱται [γῆ]», Ξεν.)
2. (για τροφή) άπεπτος, αχώνευτος
3. πρόωρος, πρώιμος («ὠμὸν γῆρας», Ομ. Οδ.)
4. παροιμ. φρ. «τούτους, ἤν πως δυνώμεθα, καὶ ὠμοὺς δεῖ καταφαγεῖν» — δηλώνει άγριο μίσος ή απανθρωπιά.
επίρρ...
ωμώς / ὠμῶς, ΝΜΑ, και ωμά Ν
μτφ. σκληρά, απάνθρωπα, βάναυσα (α. «φέρθηκε ωμά» β. «ἐπὶ τῇ... σφαγῇ ὠμῶς ἐν τῷ συμποσίῳ γενομένη», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὠμός ανάγεται στον ΙΕ τ. ōmos και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρμ. hum και αρχ. ινδ. āma-. Η σύνδεση του επιθ. με το λατ. amārus δεν φαίνεται πιθανή.
ΠΑΡ. ὠμότητα
αρχ.
ὠμάδιος
μσν.
ὠμάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ωμοβόρος, ωμοφάγος
αρχ.
ὠμαλθής, ὠμόβρωτος, ὠμοδακής, ὠμόδαμος, ὠμόδροπος, ὠμοθετῶ, ὠμόθριξ, ὠμόθυμος, ὠμοποιῶ, ὠμόσιτος, ὠμότοκος, ὠμοτύραννος, ὠμόφρων
αρχ.-μσν.
ὠμήλυσις, ὠμηστής, ὠμογέρων, ὠμότομος, ὠμοτριβής, ὠμόϋπνος
μσν.
ὠμόδαιτος, ὠμόνους, ὠμόσαρκος.
(II)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) ο λιβανωτός.

Greek Monotonic

ὠμός: -ή, -όν,
I. 1. ωμός, άψητος, Λατ. crudus· λέγεται κυρίως για το κρέας, σε Όμηρ.· ὠμὸνκαταφαγεῖν τινα, τρώω κάποιον ωμό, παροιμ. δηλώνει την ωμή βία, σκληρότητα, σε Ξεν.· με την ίδια σημασία, ὠμὸν βεβρώθοις Πρίαμον, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται επίσης για φρούτο ανώριμο, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. 1. μεταφ., άγριος, τραχύς, σκληρός, άξεστος, σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.· ουδ. πληθ. ὠμά, ως επίρρ., σκληρά, σε Ομήρ. Ιλ.· το ομαλό επίρρ. είναι ὠμῶς, σε Θουκ. κ.λπ.· υπερθ., ὠμότατα διακεῖσθαι πρός τινα, σε Ισοκρ.
2. άξεστος, σκληρός, σε Σοφ.· ὠμότερος συκοφάντης, αγροικότερος, βαναυσότερος, τραχύτερος συκοφάντης, σε Δημ.· επίρρ., αγενώς, βαναύσως, στον ίδ.
3. (από τη σημασία I. 2) ὠμὸν γῆρας, ανώριμο, πρόωρο γήρας, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Middle Liddell

ὠμός, ή, όν
I. raw, undressed, Lat. crudus, of flesh, Hom.; ὠμὸν καταφαγεῖν τινά to eat one raw, proverb. of savage cruelty, Xen.; so, ὠμὸν βεβρώθοις Πρίαμον Il.
2. of fruit, unripe, Ar., Xen.
II. metaph. savage, fierce, cruel, Trag., Thuc., etc.:—neut. pl. ὠμά, as adv., savagely, Il.; adv. ὠμῶς, Thuc., etc.; Sup., ὠμότατα διακεῖσθαι πρός τινα Isocr.
2. rude, rough, Soph.; ὠμότερος συκοφάντης a more coarse, more unmitigated sycophant, Dem.:—adv. rudely, coarsely, Dem.
3. (from 1. 2) ὠμὸν γῆρας an unripe, untimely, premature old age, Od., Hes.

Frisk Etymology German

ὠμός: {ōmós}
Meaning: roh, ungekocht, übertr. hart, grausam (seit Il.).
Composita : Sehr oft als Vorderglied, z.B. ὠμηστής, dor. -τάς m. Rohes fressend, ὠμοφάγος, blutgierig, unmenschlich (ep. poet. seit Il.), Zusammenbildung aus ὠμός und ἔδω mit τα-Suffix und alter Kontraktion wie in aind. āmād- ib. (aus āma-ad-); ώμήλυσις f. Mahlgut aus rohen Körnern, bes. zum Breiumschlag (Hp. u.a.) für *ὠμήλεσις (: ἄλεσις, ἀλέω) mit volksetymol. Anknüpfung an λύσις, λύω ("μετὰ ὠμῆς λύσεως" Dsk. u.a.). Als Hinterglied in ἔνωμος etwas roh (Hp. u. a.; Strömberg Prefix Studies 126).
Etymology : Altes Adj. für roh, mit aind. āmá- und arm. hum identisch: idg. *ōmós. Unsichere weitere Kombinationen bei WP. 1, 179, Pok. 777f., W.-Hofmann s. amārus.
Page 2,1149

English (Woodhouse)

cruel, fierce, raw, savage, unripe

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἄψητος, ἄβραστος, σκληρός). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὠμότης, ὠμηστής, ὠμοφάγος, ὠμόφρων (=σκληρός).

Léxico de magia

-όν 1 crudo, que está sin cocinar de plantas para una ofrenda μέλαν· ... καὶ ὠμῆς χυλὸς ἀρτεμισίας καὶ ἀειζώου καὶ καλπάσου tinta: jugo de artemisa cruda, siempreviva y lino P IV 2143 ἐπίθυμα· ... ζμύρνα ὠμὴ καὶ ὀπτὴ ἀρτεμισία ofrenda: mirra cruda y artemisa cocida P IV 2893 2 crudo, que está sin cocer de un ladrillo ἅψον λύχνους ἑπτὰ ἐπάνω πλίνθων ζʹ ὠμῶν enciende siete lámparas sobre siete ladrillos sin cocer P III 23 κάθισον αὐτὸν εἰς πλίνθους ὠμάς siéntalo sobre ladrillos sin cocer P IV 901 λαβὼν πλινθίον ὠμὸν χαλκῷ γραφείῳ χάραξον ὄνον τρέχοντα toma un pequeño ladrillo sin cocer y graba con un estilo de bronce un asno corriendo P IV 3255 κοιμῶ δὲ ἐπὶ θρυΐνη<ς> ψιάθου ἔχων πρὸ<ς> κεφαλῆς σου πλίνθον ὠμήν acuéstate sobre una estera de juncos con un ladrillo sin cocer junto a tu cabeza P VIII 104 πλίνθους ὠμὰς δύο λαβὼν ποίησον κέρατα δʹ toma dos ladrillos sin cocer y haz con ellos cuatro formas de cuerno P XII 29 por ext., de un altar βωμὸν ὠμὸν στησάμενος ἐγγὺς τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ λύχνου, ἵνα ἐπιθύσῃς τῷ θεῷ levanta un altar (de barro) sin cocer cerca de la cabeza y de la lámpara, para que ofrezcas sacrificios al dios P I 282 de un trozo de cerámica εἰς <ὄ>στρακον ὠμὸν χαλκῷ γραφίω en un trozo de cerámica sin cocer (graba) con un estilo de bronce P XXXVI 187 P XLVI 5 (fr. lac.) de una masa λαβὼν σταίτιον ὠμὸν ἢ κηρὸν ἄπυρον πλάσον κυνάριον toma una pieza de masa cruda o cera que no haya estado al fuego y modela un perrito P IV 2945

Lexicon Thucydideum

crudelis, cruel, harsh, 3.36.4, 3.81.6.

Translations

raw

Ainu: フ; Albanian: gjallë; Arabic: نَيْء‎; Gulf Arabic: ني‎; Armenian: հում; Aromanian: crud; Assamese: কেঁচা; Azerbaijani: xam, çiy; Baluchi: هامگ‎; Basque: gordin; Belarusian: сыры; Bengali: কাঁচা; Bulgarian: суров; Burmese: စိမ်း; Catalan: cru; Cebuano: hilaw; Chamicuro: s̈hoyi; Chinese Mandarin: 生的; Czech: syrový; Dalmatian: croit; Danish: rå; Dutch: rauw, rauwe, rauw; Estonian: toores; Finnish: raaka; French: cru; Friulian: crût, crûd; Galician: cru; Georgian: ნედლი; German: roh; Greek: ωμός, άψητος, αμαγείρευτος; Ancient Greek: ὠμός; Hawaiian: maka; Hebrew: נָא‎, חַי‎; Higaonon: hilaw, manilaw; Hindi: कच्चा; Hungarian: nyers; Icelandic: hrár, óunninn; Indonesian: mentah; Interlingua: crude; Irish: amh; Old Irish: om; Italian: crudo; Japanese: 生の; Javanese: mentah; Kazakh: шикі; Khmer: ខ្ចី, ឆៅ; Korean: 생의, 날것의; Kurdish Central Kurdish: خاو‎; Northern Kurdish: xav; Kyrgyz: чийки, кам; Lao: ດິບ; Latgalian: zaļš; Latin: crudus, incoctus; Latvian: jēls; Lithuanian: žalias; Luxembourgish: réi; Macedonian: сиров; Malay: mentah; Malayalam: പച്ച; Maltese: nej; Mansaka: ilaw; Manx: aw; Maori: mata; Mongolian: түүхий; Navajo: tʼáá tʼéehgo; Neapolitan: crudo; Nepali: काँचो; Northern Norwegian Bokmål: rå; Occitan: crus; Old Church Slavonic Cyrillic: сꙑръ; Old Javanese: mĕtah; Ossetian: хом; Pashto: اوم‎; Persian: خام‎; Pitjantjatjara: wanka; Plautdietsch: reiw; Polish: surowy; Portuguese: cru, crua; Punjabi: ਕੱਚਾ; Quechua: chawa, cawa, hanku; Romanian: crud; Romansch: criv, criu, criev, crüj; Russian: сырой; Sanskrit: आम; Sardinian: cru, crudu, cruo, cruu; Serbo-Croatian Cyrillic: сѝров; Roman: sìrov; Slovak: surový; Slovene: surov; Sorbian Lower Sorbian: syry; Upper Sorbian: syry; Spanish: crudo; Swedish: rå; Tajik: хом; Tatar: чи; Telugu: పచ్చి; Thai: ดิบ; Tibetan: རྗེན་པ; Turkish: ham, çiğ; Turkmen: çig; Ukrainian: сирий; Urdu: کچا‎; Uyghur: خام‎; Uzbek: xom; Vietnamese: sống; Warlpiri: wanka; Welsh: amrwd; White Yiddish: רוי‎

unripe

Albanian: cangë; Armenian: խակ, չհասած; Belarusian: няспелы; Bulgarian: неузрял; Burmese: စိမ်း; Cebuano: hilaw; Czech: nezralý; Danish: umoden; Dolgan: буспатак; German: unreif; Greek: άγουρος, ανώριμος; Ancient Greek: ἀπέπαντος, ἄωρος, ἔνωμος, ὠμός; Hungarian: éretlen; Indonesian: muda, hijau; Ingrian: raaka; Interlingua: immatur; Italian: acerbo; Javanese: nom, nèm, timur, mentah; Latin: immitis; Lezgi: кал; Maori: kaiota, kānewha, mata; Norwegian Bokmål: umoden; Nynorsk: umoden, umogen; Old English: unrīpe; Ottoman Turkish: خام; Pashto: اوم; Persian: کال, نارس, روچه; Polish: niedojrzały; Portuguese: verde; Romanian: necopt, crud; Russian: незрелый, неспелый, недозрелый, зелёный; Spanish: inmaduro, royo, tierno; Swedish: omogen; Tagalog: hilaw, putot; Telugu: అపక్వము; Tetum: matak; Thai: ห่าม, ดิบ; Ukrainian: незрі́лий, неспі́лий