χρυσοπλύσιον

Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A gold-wash, placer, where gold is washed from the river-sand, Str.3.2.8 (pl.); wrongly χρυσιοπλ- Id.5.1.8.

German (Pape)

[Seite 1381] τό, = χρυσιοπλύσιον, Strab. 3, 2,8.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπλύσιον: τό, τόπος ἐν ᾦ ὁ χρυσὸς ἀποπλύνεται καὶ χωρίζεται ἀπὸ τῆς ποταμίας ἄμμου, Στράβ. 146· πλημμελῶς φέρεται χρυσιοπλ-, αὐτόθι 216.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l’on lave le minerai pour trier les pépites d’or.
Étymologie: χρυσός, πλύνω.