κλιμακτηρικός
English (LSJ)
όν,
A climacterical, [ἐνιαυτός] Gell. 15.7.2, cf. Plin.Ep.2.20.3; κ. λόγος Vett.Val.148.20; κ. ὑπάντησις Ptol.Tetr.140.
όν,
A climacterical, [ἐνιαυτός] Gell. 15.7.2, cf. Plin.Ep.2.20.3; κ. λόγος Vett.Val.148.20; κ. ὑπάντησις Ptol.Tetr.140.