κλιμακτηρικός

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμακτηρικός Medium diacritics: κλιμακτηρικός Low diacritics: κλιμακτηρικός Capitals: ΚΛΙΜΑΚΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: klimaktērikós Transliteration B: klimaktērikos Transliteration C: klimaktirikos Beta Code: klimakthriko/s

English (LSJ)

κλιμακτηρικόν, climacterical, (ἐνιαυτός) Gell. 15.7.2, cf. Plin.Ep.2.20.3; κ. λόγος Vett.Val.148.20; κ. ὑπάντησις Ptol.Tetr.140.

German (Pape)

[Seite 1453] zur Stufe gehörig; κλιμακτηρικὸς ἐνιαυτός, das Stufenjahr, so hieß bes. das 63ste Lebensjahr, als der gefährlichste Abschnitt im Leben des Menschen, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κλιμακτηρικός, -ή, -όν) κλιμακτήρ)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα
2. αυτός που φέρνει στη ζωή αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, κρίσιμος, επικίνδυνος («κλιμακτηρικὴ ὑπάντησις», Πτολ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιμακτηρική περίοδος» — η κλιμακτήριος
αρχ.
φρ. «κλιμακτηρικὸς ἐνιαυτός» ή «κλιμακτηρικὸν ἔτος» — το έτος της ζωής του οποίου ο αριθμός είναι πολλαπλάσιο του 7 ή, σύμφωνα με άλλους, του 9, και κυρίως το 63ο έτος, που ο αριθμός του είναι πολλαπλάσιο και του 7 και του 9, γι' αυτό και το θεωρούσαν ως το «μέγα» κλιμακτηρικό έτος.