κναφικός
English (LSJ)
later γνᾰφ-, ή, όν,
A = κναφευτικός, Dsc.4.160, Suid. s.v. κνάφος; γνᾰφική (sc. ἐργασία), ἡ, fuller's trade, PLond.2.286 (i A.D.).
later γνᾰφ-, ή, όν,
A = κναφευτικός, Dsc.4.160, Suid. s.v. κνάφος; γνᾰφική (sc. ἐργασία), ἡ, fuller's trade, PLond.2.286 (i A.D.).