κναφικός
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
later γνᾰφ-, ή, όν, = κναφευτικός, Dsc.4.160, Suid. s.v. κνάφος; γνᾰφική (sc. ἐργασία), ἡ, fuller's trade, PLond.2.286 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1459] = κναφευτικός, z. B. κτείς, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κνᾰφικός: ἢ γναφ-, ή, όν, = κναφευτικός, Διοσκ. 4. 163, Σουΐδ.