κνημίς
English (LSJ)
ῖδος, ἡ, Aeol. acc. κνᾶμιν Eust.265.18 (corrupted to κνῆμιν in Choerob. in Theod.1.327); Aeol. nom. pl. κνάμῐδες Alc.15.4: (κνήμη):—
A greave, legging, κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il.19.369; τεῦξε δέ οἱ κνημῖδας . . κασσιτέροιο 18.613; κ. ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ Hes.Sc.122; βόειαι κ. oxhide leggings, Od.24.229, cf. Plb.11.9.4; sg., Il.21.592, Luc.Rh.Pr. 18. II spoke of a wheel, D.S.18.27. III = κνημός 1, D.P.714.