κτοίνα
English (LSJ)
or κτοῖνα, ἡ, (κτίζω) Rhod. name for
A a local division, like Att. δῆμος, township, IG12(1).694, 1033, al.; cf. κτύναι ἢ κτοῖναι· χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος, Hsch. (also πτοίνα BCH10.261).
or κτοῖνα, ἡ, (κτίζω) Rhod. name for
A a local division, like Att. δῆμος, township, IG12(1).694, 1033, al.; cf. κτύναι ἢ κτοῖναι· χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος, Hsch. (also πτοίνα BCH10.261).