μεσάραιον
English (LSJ)
(sc. δέρμα), τό,
A = μεσεντέριον, Gal.2.561, Ruf.Anat. 50: pl., Steph. in Hp.1.134 D.:—hence Adj. μεσ-αραϊκαὶ φλέβες ib. 139 D.
(sc. δέρμα), τό,
A = μεσεντέριον, Gal.2.561, Ruf.Anat. 50: pl., Steph. in Hp.1.134 D.:—hence Adj. μεσ-αραϊκαὶ φλέβες ib. 139 D.