μεσάραιον
From LSJ
σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain
English (LSJ)
(sc. δέρμα), τό, = μεσεντέριον, Gal.2.561, Ruf.Anat. 50: pl., Steph. in Hp.1.134 D.:—hence Adj. μεσαραϊκαὶ φλέβες ib. 139 D.
German (Pape)
[Seite 136] τό, = μεσεντέριον, das Gekröse, sp. Medic., auch adj. μεσαραϊκός
Greek (Liddell-Scott)
μεσάραιον: (ἐνν. δέρμα) τό, = μεσεντέριον, Ἀλέξανδρ. Τραλ., ἴδε Greenhill. εἰς Θεοφίλ. σ. 77. - μεσαραϊκαὶ φλέβες Μελέτ. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3. σ. 100.
Greek Monolingual
μεσάραιον, το (ΑM)
το μεσεντέριο.