μεταχαράσσω
English (LSJ)
A grave anew, remodel, γῆρας μ. τὴν ἀνδρίαν εἰς τἀπρεπές Men.552; τὸ θεῖον νόμισμα Ph.1.220; ἰατρικήν Id.2.560:—Pass., Id.1.589,al.
A grave anew, remodel, γῆρας μ. τὴν ἀνδρίαν εἰς τἀπρεπές Men.552; τὸ θεῖον νόμισμα Ph.1.220; ἰατρικήν Id.2.560:—Pass., Id.1.589,al.