μεταχαράσσω
From LSJ
English (LSJ)
grave anew, remodel, γῆρας μ. τὴν ἀνδρίαν εἰς τἀπρεπές Men.552; τὸ θεῖον νόμισμα Ph.1.220; ἰατρικήν Id.2.560:—Pass., Id.1.589,al.
German (Pape)
[Seite 156] umprägen, übertr. umgestalten, τὴν ἀνδρίαν μελῶν εἰς τἀπρεπές Men. Ir. inc. 21; K. S.
Russian (Dvoretsky)
μεταχαράσσω: досл. перечеканивать, перен. переделывать, изменять (τὸ τάχος εἰς ὄκνον Men.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταχαράσσω: ἐκ νέου χαράσσω, μεταβάλλω, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 21.
Greek Monolingual
μεταχαράσσω (Α)
1. χαράζω εκ νέου
2. μεταβάλλω, μεταπλάσσω, μετασχηματίζω.