μεταχαράσσω

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταχᾰράσσω Medium diacritics: μεταχαράσσω Low diacritics: μεταχαράσσω Capitals: ΜΕΤΑΧΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: metacharássō Transliteration B: metacharassō Transliteration C: metacharasso Beta Code: metaxara/ssw

English (LSJ)

grave anew, remodel, γῆρας μ. τὴν ἀνδρίαν εἰς τἀπρεπές Men.552; τὸ θεῖον νόμισμα Ph.1.220; ἰατρικήν Id.2.560:—Pass., Id.1.589,al.

German (Pape)

[Seite 156] umprägen, übertr. umgestalten, τὴν ἀνδρίαν μελῶν εἰς τἀπρεπές Men. Ir. inc. 21; K. S.

Russian (Dvoretsky)

μεταχαράσσω: досл. перечеканивать, перен. переделывать, изменять (τὸ τάχος εἰς ὄκνον Men.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταχαράσσω: ἐκ νέου χαράσσω, μεταβάλλω, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 21.

Greek Monolingual

μεταχαράσσω (Α)
1. χαράζω εκ νέου
2. μεταβάλλω, μεταπλάσσω, μετασχηματίζω.