νεοσσεύω
English (LSJ)
Att. νεοττ-, Ion. and Hellenistic νοσσεύω,
A hatch, ἐνεόττευσεν γένος Ar.Av.699. 2 build a nest, Arist.HA559a4, etc.; μελιττῶν ἐν τῷ στήθει τοῦ λέοντος νενοσσευκότων J.AJ5.8.6: metaph., [σοφία] θεμέλιον αἰῶνος ἐνόσσευσε LXX Si.1.15:—Pass., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα as many as had their nests, Hdt.1.159.