νιφετός
English (LSJ)
ὁ,
A falling snow, snowstorm, ὄμβρον . . ἠὲ χάλαζαν ἢ νιφετόν Il.10.7; οὐ νιφετός, οὔτ' ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od. 4.566, cf. Pi.Fr.107.11, Hdt.4.50, 8.98, Arist.Mete.349a9, etc.: pl., OGI199.7 (Adule). 2 rain, Nonn.D.6.267, 8.260. 3 metaph., ν. λημμάτων Lib.Or.57.48.