νιφετός
καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin
English (LSJ)
ὁ,
A falling snow, snowstorm, ὄμβρον… ἠὲ χάλαζαν ἢ νιφετόν Il.10.7; οὐ νιφετός, οὔτ' ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od. 4.566, cf. Pi.Fr.107.11, Hdt.4.50, 8.98, Arist.Mete.349a9, etc.: pl., OGI199.7 (Adule).
2 rain, Nonn. D. 6.267, 8.260.
3 metaph., νιφετὸς λημμάτων Lib.Or.57.48.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
neige qui tombe.
Étymologie: νίφω.
German (Pape)
ὁ, der fallende Schnee, das Schneegestöber; τεύχων ἢ πολὺν ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν ἢ νιφετόν, Il. 10.7 (bei Wolf und Spitzner νίφετον); οὐ νιφετός, οὔτ' ἂρ χειμὼν πολύς, Od. 4.566; Pind. frg. 74; Her. 4.50, 8.98; Arist. Meteor. 1.10 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
νῐφετός: ὁ тж. pl. снег (снегопад), метель Hom., Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
νῐφετός: -οῦ, ὁ, (νίφω) χιὼν πίπτουσα, θύελλα χιόνος, «χιονιά», ὄμβρον..., ἠὲ χάλαζαν, ἢ νιφετὸν Ἰλ. Κ. 7· οὐ νιφετός, οὔτ’ ἂρ χειμὼν πολύς, οὔτε ποτ’ ὄμβρος Ὀδ. Δ. 566· οὕτω, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 8, Ἡρόδ. 4. 50., 8. 98, κτλ. 2) βροχή, Νόνν. 6. 267., 8. 260.
English (Autenrieth)
(σν.): snow-storm, snows, Il. 10.7 and Od. 4.566.
English (Slater)
νῐφετός snowfall ἢ νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (Pae. 9.14)
Greek Monolingual
ο (Α νιφετός) χιόνι που πέφτει, πτώση χιονιού, χιονοθύελλα
αρχ.
1. βροχή, υετός
2. μτφ. καθετί που πέφτει ραγδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του νείφει «χιονίζει + επίθημα -ετός (πρβλ. υετός)].
Greek Monotonic
νῐφετός: -οῦ, ὁ (νίφω), χιόνι που πέφτει, χιονοθύελλα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
νῐφετός, οῦ, ὁ, νίφω
falling snow, a snowstorm, Hom., Hdt., etc.