εῖσα, έν,
A v. εἴλω.
[Seite 92] εῖσα, έν, aor. zu εἴλω.
ἀλείς: εῖσα, έν, ἴδε ἐν λ. εἴλω ΙΙΙ.
εῖσα, έν;part. ao.2 Pass. de εἴλλω ou de εἵλλω.
see εἴλω.