ἀκρητο-ποσίη, ἀκρητο-πότης, v.sub ἀκρατ-.
[Seite 81] s. ἄκρατος.
ἄκρητος: ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, ἴδε ἐν λ. ἀκραί.
ion. p. ἄκρατος.
(κεραννῦμι): unmixed, pure.