ἄκρητος
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, v.sub ἄκρατος.
Spanish (DGE)
jón. v. ἄκρατος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ion. p. ἄκρατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρητος: ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, ἴδε ἐν λ. ἀκραί.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ακρητοποσίη, ακρητοπότης / ἄκρητος, ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α)
βλ. άκρατος, ακρατοποσία, ακρατοπότης κ.λπ.
Greek Monotonic
ἄκρητος: ἀκρητο-ποσίη, -πότης, βλ. ἀκρατ-.