ἄναντα
English (LSJ)
Adv.
A up-hill, opp. κάταντα (q. v.), Il.23.116.
German (Pape)
[Seite 199] (s. ἀνάντης). bergauf, Il. 23, 116.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναντα: ἐπίρρ., ἀνωφερῶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κάταντα (ὃ ἴδε), πολλά δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.
French (Bailly abrégé)
adv.
en montant.
Étymologie: ἀνά, ἄντα.