ἀποσκυδμαίνω

Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

   A to be enraged with, μὴ . . ἀποσκύδμαινε θεοῖσι Il.24.65.

German (Pape)

[Seite 325] heftig grollen, zürnen, τινί Il. 24. 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκυδμαίνω: ὀργίζομαι σφοδρῶς κατά τινος, Ἥρη, μὴ δὴ πάμπαν ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν, ὀργίζου ἢ ἐπιμέμφου, Ἰλ. Ω. 65, «ἀποσκύδμαινε· ὀργίζου, χολοῦ, μέμφου» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

s’irriter contre, τινι.
Étymologie: ἀπό, σκυδμαίνω.

English (Autenrieth)

be utterly indignant at; τινί, imp., Il. 24.65†.