ές,
A abounding in wine, Συρίη Od.15.406.
οἰνοπληθής: -ές, πλήρης οἴνου, ὁ ἔχων ἄφθονον οἶνον, Συρίη Ὀδ. Ο. 406.
ής, ές :abondant en vin.Étymologie: οἶνος, πλῆθος.
abounding in wine, Od. 15.406†.