Αὐτομέδων
Greek (Liddell-Scott)
Αὐτομέδων: -οντος, ὁ, ὁ αὐτὸς ἑαυτὸν κυβερνῶν, ὄνομα τοῦ ἡνιόχου τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. ― κλητ. ὦ Αὐτόμεδον, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
Automédon :
1 cocher d’Achille;
2 autres.
Étymologie: αὐτός, μέδω.
English (Autenrieth)
son of Diōres, charioteer of Achilles, Il. 17.536, Il. 16.145.